Υμηττός (ο δικός μας »Τρελός»)

Ιστορία
Προέλευση ονομασίας:

α. Η λέξη Υμηττός προέρχεται από το θύμος (κοιν. θυμάρι ) που έγινε σιγά – σιγά θυμέτ – Υμέτ – Υμηττός. Οι αρχαίοι (Θεόφραστος ) ονόμασαν θύμους, τα φρύγανα που αφθονούσαν στον Υμηττό, και που με το δυνατό άρωμά τους έκαναν τις μέλισσες να στροβιλίζουν σαν μεθυσμένες (από το θυμός = διάθεση της ψυχής ). Από αυτό το φαινόμενο της «τρέλας» των μελισσών ονομάστηκε και το βουνό Τρελός. Για την εξήγηση όμως αυτή, καθώς και για την ταύτιση των δύο ονομασιών του βουνού, δε γίνεται πουθενά μνεία στ’ αρχαία κείμενα.

β. Οι παλαιοί κάτοικοι της Ν. Ιταλίας (Μεγάλη Ελλάδα ) πρόφεραν τη λέξη Υμηττός Υματτός που από παραφθορά έγινε Μάττος. Αργότερα οι Φράγκοι των Αθηνών ερμήνευσαν τον Υμηττό – Μάττο στους ντόπιους, σαν τρελό.

γ. Ο Υμηττός μεταφράστηκε στα χρόνια της ΦραγκοκρατίαςΜόντε Ιμέττο και από παραφθορά λεγόταν Μόντε Μάττο που κατά σύμπτωση σημαίνει Τρελό βουνό, ονομασία που διατηρήθηκε. Το πιθανότερο είναι ότι δεν έγινε καμιά παραφθορά της λέξης αλλά η ονομασία Τρελός προϋπήρχε, γι αυτό και οι Φράγκοι τον είπαν και με τα δύο ονόματά του, δηλαδή Monte Imetto και Monte Matto.

δ. Μια εύκολη και πολύ διαδεδομένη εξήγηση είναι ότι το Τρελός προερχόταν από την ονομασία tres long = πολύ μακρύς, που έδωσαν οι Γάλλοι, γιατί δεν γνώριζαν τη λέξη Υμηττός. Αυτό δεν ευσταθεί καθόλου γιατί η ονομασία προϋπήρχε αιώνες πριν.

ε. Τον Υμηττό τον χρησιμοποιούσαν και από την αρχαιότητα για μετεωρολογικό βαρόμετρο, δηλαδή βλέποντας την κορυφή του πρόβλεπαν τι καιρό θα κάνει, ( Θεόφραστος : «Περί σημείων, υδάτων και πνευμάτων » Γ 43 ) γι αυτό και είχαν τοποθετήσει βωμούς του Ομβρίου Δία και του Προοψίου Απόλλωνα. Επειδή όμως παρά τις προβλέψεις, αρκετές φορές παρουσιάζονταν καιρικές ανωμαλίες, ονόμασαν με τον καιρό το βόρειο Υμηττό Τρελό (το νότιο Υμηττό τον έλεγαν Μαυροβούνι). Μάλλον αυτή είναι η πιο πιθανή εκδοχή.

Ο ονομαστός Τούρκος περιηγητής του 17ου αιώνα Evliya Celebi, που διέσχισε ολόκληρη την Ελλάδα (από το 1667 και μετά), αναφέρει τον Υμηττό μόνο σαν Ντελή Νταγ, δηλαδή Τρελό βουνό.

Σ’ ένα τούρκικο ταπί (επίσημος κτηματικός τίτλος ) του 1761 της Μονής Πετράκη, εμφανίζεται ο μισός Υμηττός σαν Ντελή Νταγ (Τρελοβούνι) και ο άλλος μισός σαν Καρά Νταγ (Μαυροβούνι).

Ο επίσκοπος Νανζιανζού Ιγνάτιος το 1772 αναφέρει ότι ο Υμηττός λεγόταν και Τηλεβούνι ή Τρελοβούνι.

Ο Δανιήλ Φιλιππίδης στη «Νεωτερική Γεωγραφία» του το 1791 τον αναφέρει Υμηττό ή Τηλεβούνι. Τον αναφέρει ακόμα και Κεκρόπιο, ονομασία που δεν αναφέρεται όμως πουθενά αλλού ( Κεκρόπιον λεγόταν ο τάφος του Κέκροπα, Κεκροπία ήταν η αρχική ονομασία της πόλης των Αθηνών και Κεκροπίς ήταν μια από τις δέκα φυλές της Αττικής).

Σε ένα σιγίλλιο ( εκκλησιαστικό έγγραφο ) του 1782 που υπογράφει ο Πατριάρχης Νεόφυτος αναφέρεται ο Υμηττός ως Υμήττειον όρος.

Σε ένα έγγραφο του 1793 » Μοιρασιά του Κουρσαλά με λαχνούς » (Κουρσαλάς είναι το σημερινό Κορωπί ) αναφέρεται ο Υμηττός σαν Τρελός και Μαύρο Βουνό.

Κάποια εποχή ονόμαζαν οι ξένοι περιηγητές το Μαυροβούνι, κυρίως την ανατολική του πλευρά, και Λαμπροβούνι (Ο Spom και ο Wheler το 1675, ο Chandler το 1764, ο Hobhouse το 1810 κλπ.) μάλλον από το τότε κοντινό χωριό Λαμπρικά.

Σήμερα έχει επικρατήσει μόνο η αρχαία ονομασία του, Υμηττός, αυτή που αναφέρει και ο Παυσανίας: » όρη δε Αθηναίοις εστί… και Υμηττός, ος φύει νομάς μελίσσαις επιτηδειοτάτας πλην αλαζώνων… «.

ΠΗΓΗ: http://www.ymittos.gr/dimos/test

Θεσμικό πλαίσιο προστασίας Υμηττού

Το όρος Υμηττός προστατεύεται θεσμικά με το Προεδρικό Διάταγμα 544 Δ΄/1978 που ορίζει δύο ζώνες προστασίας: την Α΄ και Β΄ ζώνη. Και στις δύο ζώνες αναφέρεται ρητά ότι δεν επιτρέπεται η δόμηση. Στη Β΄ ζώνη, δηλαδή στις περιοχές που εφάπτονται στα όρια των δήμων με τις πλαγιές του βουνού και εκτείνονται μέσα στο δάσος σε μία ακτίνα από 100 έως 5.000 μέτρα, το Διάταγμα επιτρέπει τις εγκαταστάσεις κοινωνικού εξοπλισμού (π.χ. υποδομές κτιρίων για την υγεία, την παιδεία, τον αθλητισμό και τον πολιτισμό).

Στον Υμηττό περιλαμβάνονται «ελεύθερες περιοχές με σημαντικές αρχαιολογικές ζώνες, με δυνατότητα πλήρους προστασίας», σύμφωνα με τον Νόμο 5351/1932, καθώς και «μικτές περιοχές που περιέχουν και σημαντικές αρχαιολογικές ζώνες, με δυνατότητα εξυγιάνσεως με ειδικά πολεοδομικά μέτρα».

Το σύνολο σχεδόν του βουνού είναι ενταγμένο στο Δίκτυο Περιοχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με ιδιαίτερη οικολογική αξία (ΝΑΤURA 2000), ενώ με απόφαση του ΥΠΕΧΩΔΕ, ο Ηριδανός, (ο οποίος μαζί με άλλους χειμάρρους στα Βορειοδυτικά του Υμηττού τροφοδοτούσε τον Ιλισσό, τον ένα από τους δύο ποταμούς που διέσχιζαν το λεκανοπέδιο της Αττικής), έχει χαρακτηριστεί ως ιδιαίτερου περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος ρέμα (ΦΕΚ281 Δ’/23.3.92).
Τέλος, επισημαίνεται ότι μονές Καισαριανής, Αστερίου, Καρέα, Αγ. Ιωάννη Προδρόμου (Κυνηγού) και Αγ. Γεωργίου (Κουταλά) έχουν κηρυχθεί Βυζαντινά μνημεία με Π.Δ. (ΦΕΚ 68 Α’/ 26.4.1921).

Αρχιτεκτονική

Το βουνό είναι άμεσα συνδεδεμένο με την ιστορία της αρχαίας Αθήνας. Στον Υμηττό και γύρω απ’ αυτόν, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, υπήρχαν αρκετοί Πελασγικοί οικισμοί, όπως ο Σφηττός,η Κίκυνα,η Αιξωνή,οι Σκυρίδες, η Πήρα, κ.ά. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι στον Υμηττό υπήρχε άγαλμα του Υμήττιου Δία καθώς και βωμοί του Όμβριου Δία και του Προόψιου Απόλλωνα.

Σύμφωνα με ευρήματα κοντά στις σημερινές μονές Καισαριανής, Αστερίου, Καρέα, αλλά και ιστορικές πηγές, στην περιοχή του όρους υπήρχαν αρχαίοι ναοί. Στη δυτική πλευρά του βουνού υπήρχαν λατομεία εξόρυξης μαρμάρου, το οποίο χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή μνημείων στους Ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους.

Στον Υμηττό ξεχωρίζουν και ορισμένα σπουδαία βυζαντινά μοναστήρια.

Η Μονή Καισαριανής, βρίσκεται ανατολικά της Αθήνας, στην πλαγιά ενός λόφου, στους πρόποδες του Υμηττού. Χρονολογείται από τον 2ο αιώνα, περικλείεται από ψηλό περίβολο με δύο πύλες, μία στην ανατολική και μία στη δυτική πλευρά. Το καθολικό οικοδομήθηκε στον ύστερο 11ο αιώνα και αφιερώθηκε στα Εισόδια της Θεοτόκου. Είναι σταυροειδής, εγγεγραμμένος, τετρακιόνιος ναός με τρούλλο και οι τοίχοι του είναι κτισμένοι με την πλινθοπερίκλειστη τοιχοδομία, χωρίς όμως, πλούσιο κεραμοπλαστικό διάκοσμο. (Βλ. περισσότερες πληροφορίες: Υπουργείο Πολιτισμού)

Η Μονή Αγίου Ιωάννου Θεολόγου βρίσκεται στις δυτικές παρυφές του Υμηττού, κοντά στο Κοιμητήριο του δήμου Παπάγου. Το μοναστικό συγκρότημα περιβάλλεται από ορθογώνιο περίβολο. Το Καθολικό είναι ένας απλός, τετρακιόνιος σταυροειδής εγγεγραμμένος ναός, ενώ ο τρούλος είναι αθηναϊκός. (Βλ. περισσότερες πληροφορίες: Βυζαντινά Μνημεία Αττικής)

Η Μονή του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου του Κυνηγού (των Φιλοσόφων) είναι κτισμένη στη βορειότερη κορυφή του Υμηττού, στο πλάτωμα ενός λόφου, σε θέση που εποπτεύει την πεδιάδα των Αθηνών και των Μεσογείων. Η πρόσβαση είναι σήμερα εφικτή από το προάστιο της Αγίας Παρασκευής. Η Μονή κτίστηκε τον 12ο αιώνα και το καθολικό της ανήκει στον τύπο των σταυροειδών. (Βλ. περισσότερες πληροφορίες: Βυζαντινά Μνημεία Αττικής)

Η Μονή του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου Καρέα βρίσκεται κοντά στα αρχαία λατομεία του Καρά, σε πετρώδη ρεματιά της δυτικής πλαγιάς του Υμηττού. Ιδρύθηκε στα βυζαντινά χρόνια (περί τον 12ο αιώνα) και το Καθολικό της είναι σταυροειδής εγγεγραμμένος ναός, απλός τετρακιόνιος. (Βλ. περισσότερες πληροφορίες: Βυζαντινά Μνημεία Αττικής)

Η Μονή Αστερίου, αφιερωμένη στους Ταξιάρχες, ιδρύθηκε τον 10ο αιώνα στα ερείπια αρχαίου κτίσματος που εικάζεται ότι ήταν το λεγόμενο διδασκαλείο του Διοδώρου. Βρίσκεται στη δυτική πλευρά του Υμηττού και σε απόσταση τριών περίπου χιλιομέτρων ΒΑ της Μονής Καισαριανής, σε υψόμετρο 545 μ. Η Μονή είναι εγγεγραμμένος σταυροειδής ναός με τρούλο, ενώ η ονομασία της αποδίδεται σε κάποιον μοναχό Αστέριο ή στον όσιο Λουκά τον Στειριώτη (Αστεριώτη), που λέγεται ότι ίσως είχε μονάσει στον χώρο εκείνο κατά το 920. (Βλ. περισσότερες πληροφορίες: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών)

Η Μονή Αγίου Γεωργίου (Κουταλέα ή Κουταλά) βρίσκεται κοντά στο Δημοτικό Nεκροταφείο Bύρωνα) αναφέρεται ως μετόχιο της μονής Καισαριανής. Η ονομασία της, σύμφωνα με τη μυθολογία, προέρχεται από τους άθλους του Ηρακλή. Συγκεκριμένα, ένας από τους άθλους ήταν και η εξολόθρευση του λιονταριού που ζούσε στις βουνοκορφές του Κιθαιρώνα. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Ηρακλής φόνευσε το λιοντάρι του Κιθαιρώνα με ένα πελώριο ρόπαλο από γερό ξύλο, που λεγόταν κουτάλη και το οποίο μετέφερε στην περιοχή, που έλαβε και το όνομα Κουταλά.

ΠΗΓΗ: http://www.attiko-prasino.gr/Default.aspx?tabid=1143&language=el-GR

Σχολιάστε